ανατινάζω

ανατινάζω
(Α ἀνατινάσσω)
νεοελλ.
τινάζω στον αέρα, γίνομαι αίτιος έκρηξης
αρχ.
1. τινάζω προς τα επάνω
2. πάλλω, σείω, ταρακουνώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανατινάζω — ανατινάζω, ανατίναξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατινάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. τινάζω ψηλά, καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: Σχεδίαζαν να ανατινάξουν ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της χώρας. 2. το μέσ., ανατινάζομαι σημαίνει επίσης και αναπηδώ, αναπετιέμαι: Ανατινάχτηκε από χαρά, όταν άκουσε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

  • τορπιλίζω — τορπίλισα, τορπιλίστηκα, τορπιλισμένος 1. εκσφενδονίζω τορπίλη: Τορπίλισε, δίοπε, την πρώτη (τορπίλη). 2. ανατινάζω με τορπίλη: Η «Έλλη» τορπιλίστηκε. 3. μτφ., με ύπουλες ενέργειες ματαιώνω κάτι: Τορπιλίστηκαν οι διαπραγματεύσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”